Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταχυτής
ταώνιος
ταώς
τέγγω
Τεγέα
Τεγεάτης
Τεγεατικός
Τεγεᾶτις
τέγεος
τέγος
τεθαρρηκότως
τέθηπα
τέθμιος
τεθμός
τεθορυβημένως
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τείνω
View word page
τεθαρρηκότως
τεθαρρηκότως adverb from perf. part. of θαρρέω boldly, Polyb.
ShortDef
boldly
Debugging
Headword:
τεθαρρηκότως
Headword (normalized):
τεθαρρηκότως
Headword (normalized/stripped):
τεθαρρηκοτως
IDX:
32246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32283
Key:
teqarrhko/tws
Data
{'content': 'τεθαρρηκότως\n adverb from perf. part. of θαρρέω\n boldly, Polyb.', 'key': 'teqarrhko/tws'}