Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
ταώνιος
ταώς
τέγγω
Τεγέα
Τεγεάτης
Τεγεατικός
Τεγεᾶτις
τέγεος
τέγος
τεθαρρηκότως
View word page
ταχυτής
ταχυτής from τᾰχύς (ῠ) τᾰχῠτής, ῆτος, Doric τᾰχῠτᾱς, ᾶτος, ἡ, quickness, swiftness, Hom., Hdt., Plat.
ShortDef
quickness, swiftness
Debugging
Headword:
ταχυτής
Headword (normalized):
ταχυτής
Headword (normalized/stripped):
ταχυτης
IDX:
32236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32273
Key:
taxuth/s
Data
{'content': 'ταχυτής\n from τᾰχύς (ῠ)\n τᾰχῠτής, ῆτος, Doric τᾰχῠτᾱς, ᾶτος, ἡ,\n \n quickness, swiftness, Hom., Hdt., Plat.', 'key': 'taxuth/s'}