Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικνήμιον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
ἀντικρούω
ἀντικρύ
View word page
ἀντικνήμιον
ἀντικνήμιον the part of the leg opposite the κνήμη, the shin, Ar.
ShortDef
the part of the leg in front of the κνήμη, shin
Debugging
Headword:
ἀντικνήμιον
Headword (normalized):
ἀντικνήμιον
Headword (normalized/stripped):
αντικνημιον
IDX:
3226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3227
Key:
a)ntiknh/mion
Data
{'content': 'ἀντικνήμιον\n the part of the leg opposite the κνήμη, the shin, Ar.', 'key': 'a)ntiknh/mion'}