Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
ταώνιος
ταώς
τέγγω
Τεγέα
Τεγεάτης
Τεγεατικός
View word page
ταχύπωλος
ταχύπωλος τᾰχύ-πωλος (ῠ), ον, with fleet, swift horses, Il.

ShortDef

with fleet, swift horses

Debugging

Headword:
ταχύπωλος
Headword (normalized):
ταχύπωλος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπωλος
IDX:
32232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32269
Key:
taxu/pwlos

Data

{'content': 'ταχύπωλος\n τᾰχύ-πωλος (ῠ), ον,\n with fleet, swift horses, Il.', 'key': 'taxu/pwlos'}