Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
ταώνιος
ταώς
τέγγω
Τεγέα
Τεγεάτης
View word page
ταχύπτερος
ταχύπτερος τᾰχύ-πτερος, ον, πτερόν swift-winged, Aesch.

ShortDef

swift-winged

Debugging

Headword:
ταχύπτερος
Headword (normalized):
ταχύπτερος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπτερος
IDX:
32231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32268
Key:
taxu/pteros

Data

{'content': 'ταχύπτερος\n τᾰχύ-πτερος, ον,\n πτερόν\n swift-winged, Aesch.', 'key': 'taxu/pteros'}