Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
ταώνιος
ταώς
τέγγω
Τεγέα
View word page
ταχύπτερνος
ταχύπτερνος τᾰχύ-πτερνος, ον, πτέρνα swift-footed, Theogn.

ShortDef

swift-footed

Debugging

Headword:
ταχύπτερνος
Headword (normalized):
ταχύπτερνος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπτερνος
IDX:
32230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32267
Key:
taxu/pternos

Data

{'content': 'ταχύπτερνος\n τᾰχύ-πτερνος, ον,\n πτέρνα\n swift-footed, Theogn.', 'key': 'taxu/pternos'}