Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
ταώνιος
View word page
ταχύπορος
ταχύπορος τᾰχύ-πορος, ον, quick of motion, Aesch., Eur.

ShortDef

quick of motion

Debugging

Headword:
ταχύπορος
Headword (normalized):
ταχύπορος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπορος
IDX:
32227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32264
Key:
taxu/poros

Data

{'content': 'ταχύπορος\n τᾰχύ-πορος, ον,\n quick of motion, Aesch., Eur.', 'key': 'taxu/poros'}