Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
View word page
ταχυπειθής
ταχυπειθής τᾰχῠ-πειθής, ές soon persuaded, credulous, Theocr.
ShortDef
soon persuaded, credulous
Debugging
Headword:
ταχυπειθής
Headword (normalized):
ταχυπειθής
Headword (normalized/stripped):
ταχυπειθης
IDX:
32226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32263
Key:
taxupeiqh/s
Data
{'content': 'ταχυπειθής\n τᾰχῠ-πειθής, ές\n soon persuaded, credulous, Theocr.', 'key': 'taxupeiqh/s'}