Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
View word page
ταχυναυτέω
ταχυναυτέω τᾰχύ-ναυτέω, fut. -ήσω ναύτης to sail fast, Thuc.

ShortDef

to sail fast

Debugging

Headword:
ταχυναυτέω
Headword (normalized):
ταχυναυτέω
Headword (normalized/stripped):
ταχυναυτεω
IDX:
32224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32261
Key:
taxunaute/w

Data

{'content': 'ταχυναυτέω\n τᾰχύ-ναυτέω,\n fut. -ήσω\n ναύτης\n to sail fast, Thuc.', 'key': 'taxunaute/w'}