Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
View word page
ταχυεργός
ταχυεργός τᾰχυ-εργός, όν *ἔργω working quickly.

ShortDef

working quickly

Debugging

Headword:
ταχυεργός
Headword (normalized):
ταχυεργός
Headword (normalized/stripped):
ταχυεργος
IDX:
32221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32258
Key:
taxuergo/s

Data

{'content': 'ταχυεργός\n τᾰχυ-εργός, όν\n *ἔργω\n working quickly.', 'key': 'taxuergo/s'}