Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
View word page
ταχυεργία
ταχυεργία τᾰχυεργία, ἡ, quickness in working, Xen. from τᾰχυεργός
ShortDef
quickness in working
Debugging
Headword:
ταχυεργία
Headword (normalized):
ταχυεργία
Headword (normalized/stripped):
ταχυεργια
IDX:
32220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32257
Key:
taxuergi/a
Data
{'content': 'ταχυεργία\n τᾰχυεργία, ἡ,\n quickness in working, Xen.\n from τᾰχυεργός', 'key': 'taxuergi/a'}