Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
ταχύποτμος
View word page
ταχύβουλος
ταχύβουλος τᾰχύ-βουλος, ον, βουλή hasty in counsel, Ar.
ShortDef
hasty in counsel
Debugging
Headword:
ταχύβουλος
Headword (normalized):
ταχύβουλος
Headword (normalized/stripped):
ταχυβουλος
IDX:
32218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32255
Key:
taxu/boulos
Data
{'content': 'ταχύβουλος\n τᾰχύ-βουλος, ον,\n βουλή\n hasty in counsel, Ar.', 'key': 'taxu/boulos'}