Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάφος2
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχύνω
ταχυπειθής
ταχύπορος
View word page
ταχυβάτης
ταχυβάτης τᾰχῠ-βάτης (βᾰ), ου, ὁ, βαίνω fast-walking, Eur.

ShortDef

fast-walking

Debugging

Headword:
ταχυβάτης
Headword (normalized):
ταχυβάτης
Headword (normalized/stripped):
ταχυβατης
IDX:
32217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32254
Key:
taxuba/ths

Data

{'content': 'ταχυβάτης\n τᾰχῠ-βάτης (βᾰ), ου, ὁ,\n βαίνω\n fast-walking, Eur.', 'key': 'taxuba/ths'}