Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταφή
τάφιος
τάφος
τάφος2
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
ταχυναυτέω
View word page
ταχινός
ταχινός τᾰχῐνός, ή, όν poetic for ταχύς, Theocr. neut. pl. ταχινά, τάχα, Theocr.

ShortDef

quick

Debugging

Headword:
ταχινός
Headword (normalized):
ταχινός
Headword (normalized/stripped):
ταχινος
IDX:
32214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32251
Key:
taxino/s

Data

{'content': 'ταχινός\n τᾰχῐνός, ή, όν\n poetic for ταχύς, Theocr.\n neut. pl. ταχινά, τάχα, Theocr.', 'key': 'taxino/s'}