Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταφήϊος
ταφή
τάφιος
τάφος
τάφος2
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
ταχύμηνις
ταχύμορος
View word page
ταχέως
ταχέως adverb of ταχύς.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταχέως
Headword (normalized):
ταχέως
Headword (normalized/stripped):
ταχεως
IDX:
32213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32250
Key:
taxe/ws

Data

{'content': 'ταχέως\n adverb of ταχύς.', 'key': 'taxe/ws'}