Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικνήμιον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
View word page
ἀντικλάζω
ἀντικλάζω to sound against, to be echoed by a thing, Eur.:— ἀντ. ἀλλήλαις μέλος to sing against one another, Eur.

ShortDef

to sound against, to be echoed by

Debugging

Headword:
ἀντικλάζω
Headword (normalized):
ἀντικλάζω
Headword (normalized/stripped):
αντικλαζω
IDX:
3224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3225
Key:
a)ntikla/zw

Data

{'content': 'ἀντικλάζω\n to sound against, to be echoed by a thing, Eur.:— ἀντ. ἀλλήλαις μέλος to sing against one another, Eur.', 'key': 'a)ntikla/zw'}