Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταὐτότης
ταφεύς
ταφήϊος
ταφή
τάφιος
τάφος
τάφος2
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
ταχύβουλος
ταχύδακρυς
ταχυεργία
ταχυεργός
View word page
τάφρος
τάφρος τάφρος, ἡ, θάπτω a ditch, trench, Hom., etc.; τάφρον ὀρύσσειν Il., etc.; τ. ἐλαύνειν to draw a trench, Il.

ShortDef

a ditch, trench

Debugging

Headword:
τάφρος
Headword (normalized):
τάφρος
Headword (normalized/stripped):
ταφρος
IDX:
32211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32248
Key:
ta/fros

Data

{'content': 'τάφρος\n τάφρος, ἡ,\n θάπτω\n a ditch, trench, Hom., etc.; τάφρον ὀρύσσειν Il., etc.; τ. ἐλαύνειν to draw a trench, Il.', 'key': 'ta/fros'}