Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταὐτοκλινής
ταὐτολόγος
ταὐτόματον
ταὐτοποιέω
ταὐτότης
ταφεύς
ταφήϊος
ταφή
τάφιος
τάφος
τάφος2
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάτης
View word page
τάφος2
τάφος2 τάφος (ᾰ), ος, εος, τό, τέθηπα astonishment, amazement, Od.
ShortDef
a burial, funeral
astonishment, amazement
Debugging
Headword:
τάφος2
Headword (normalized):
τάφος
Headword (normalized/stripped):
ταφος2
IDX:
32207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32244
Key:
ta/fos2
Data
{'content': 'τάφος2\n τάφος (ᾰ), ος, εος, τό,\n τέθηπα\n astonishment, amazement, Od.', 'key': 'ta/fos2'}