Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταὐτάζω
ταύτῃ
ταὐτοκλινής
ταὐτολόγος
ταὐτόματον
ταὐτοποιέω
ταὐτότης
ταφεύς
ταφήϊος
ταφή
τάφιος
τάφος
τάφος2
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχος
View word page
τάφιος
τάφιος τάφιος, α, ον = τᾰφήιος τ. λίθος a grave stone. Anth.
ShortDef
a grave
Taphius (pr.n.), of Taphos
Debugging
Headword:
τάφιος
Headword (normalized):
τάφιος
Headword (normalized/stripped):
ταφιος
IDX:
32205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32242
Key:
ta/fios
Data
{'content': 'τάφιος\n τάφιος, α, ον\n = τᾰφήιος\n τ. λίθος a grave stone. Anth.', 'key': 'ta/fios'}