Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταυροσφάγος
ταυροφάγος
ταυροφόνος
ταὐτάζω
ταύτῃ
ταὐτοκλινής
ταὐτολόγος
ταὐτόματον
ταὐτοποιέω
ταὐτότης
ταφεύς
ταφήϊος
ταφή
τάφιος
τάφος
τάφος2
ταφρεία
ταφρεύω
τάφρη
τάφρος
τάχα
View word page
ταφεύς
ταφεύς τᾰφεύς, έως, ὁ, θάπτω a burier, Lat. vespillo, Soph.
ShortDef
a burier
Debugging
Headword:
ταφεύς
Headword (normalized):
ταφεύς
Headword (normalized/stripped):
ταφευς
IDX:
32202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32239
Key:
tafeu/s
Data
{'content': 'ταφεύς\n τᾰφεύς, έως, ὁ,\n θάπτω\n a burier, Lat. vespillo, Soph.', 'key': 'tafeu/s'}