Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταυροκτόνος
ταυρόμορφος
ταυρόομαι
ταυροπάτωρ
ταυροπόλος
ταυρόπους
ταῦρος
ταυροσφαγέω
ταυροσφάγος
ταυροφάγος
ταυροφόνος
ταὐτάζω
ταύτῃ
ταὐτοκλινής
ταὐτολόγος
ταὐτόματον
ταὐτοποιέω
ταὐτότης
ταφεύς
ταφήϊος
ταφή
View word page
ταυροφόνος
ταυροφόνος ταυρο-φόνος, ον, = ταυροσφάγος, Pind., Theocr., etc.
ShortDef
bull killing (sacrificing)
Debugging
Headword:
ταυροφόνος
Headword (normalized):
ταυροφόνος
Headword (normalized/stripped):
ταυροφονος
IDX:
32194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32231
Key:
taurofo/nos
Data
{'content': 'ταυροφόνος\n ταυρο-φόνος, ον,\n = ταυροσφάγος, Pind., Theocr., etc.', 'key': 'taurofo/nos'}