Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταυροκτονέω
ταυροκτόνος
ταυρόμορφος
ταυρόομαι
ταυροπάτωρ
ταυροπόλος
ταυρόπους
ταῦρος
ταυροσφαγέω
ταυροσφάγος
ταυροφάγος
ταυροφόνος
ταὐτάζω
ταύτῃ
ταὐτοκλινής
ταὐτολόγος
ταὐτόματον
ταὐτοποιέω
ταὐτότης
ταφεύς
ταφήϊος
View word page
ταυροφάγος
ταυροφάγος ταυρο-φάγος, ον, φᾰγεῖν bull-eating, Ar.
ShortDef
bull-eating
Debugging
Headword:
ταυροφάγος
Headword (normalized):
ταυροφάγος
Headword (normalized/stripped):
ταυροφαγος
IDX:
32193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32230
Key:
taurofa/gos
Data
{'content': 'ταυροφάγος\n ταυρο-φάγος, ον,\n φᾰγεῖν\n bull-eating, Ar.', 'key': 'taurofa/gos'}