Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταύρειος
ταυρελάτης
ταύρεος
ταυρηδόν
ταυροβόλος
ταυροβόρος
ταυρογάστωρ
ταυροδέτης
ταυρόκερως
ταυρόκρανος
ταυροκτονέω
ταυροκτόνος
ταυρόμορφος
ταυρόομαι
ταυροπάτωρ
ταυροπόλος
ταυρόπους
ταῦρος
ταυροσφαγέω
ταυροσφάγος
ταυροφάγος
View word page
ταυροκτονέω
ταυροκτονέω ταυροκτονέω, fut. -ήσω to slaughter bulls, Aesch. from ταυροκτόνος
ShortDef
to slaughter bulls
Debugging
Headword:
ταυροκτονέω
Headword (normalized):
ταυροκτονέω
Headword (normalized/stripped):
ταυροκτονεω
IDX:
32183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32220
Key:
tauroktone/w
Data
{'content': 'ταυροκτονέω\n ταυροκτονέω,\n fut. -ήσω\n to slaughter bulls, Aesch.\n from ταυροκτόνος', 'key': 'tauroktone/w'}