Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικνήμιον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
View word page
ἀντικελεύω
ἀντικελεύω to command in turn, Thuc.:— Pass. to be bidden to do a thing in turn, Thuc.
ShortDef
to command in turn
Debugging
Headword:
ἀντικελεύω
Headword (normalized):
ἀντικελεύω
Headword (normalized/stripped):
αντικελευω
IDX:
3220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3221
Key:
a)ntikeleu/w
Data
{'content': 'ἀντικελεύω\n to command in turn, Thuc.:— Pass. to be bidden to do a thing in turn, Thuc.', 'key': 'a)ntikeleu/w'}