Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
Ταρταρόω
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφειός
τάρφος
ταρφύς
ταρχύω
τάσις
τάσσω
τάτα
Ταΰγετον
τ
ταῦ
ταύρειος
ταυρελάτης
View word page
τάρφος
τάρφος τάρφος, εος, a thicket, Il. From τρέφω to thicken.

ShortDef

a thicket

Debugging

Headword:
τάρφος
Headword (normalized):
τάρφος
Headword (normalized/stripped):
ταρφος
IDX:
32164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32201
Key:
ta/rfos

Data

{'content': 'τάρφος\n τάρφος, εος,\n a thicket, Il.\n From τρέφω to thicken.', 'key': 'ta/rfos'}