Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
Ταρταρόω
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφειός
τάρφος
ταρφύς
ταρχύω
τάσις
τάσσω
τάτα
Ταΰγετον
τ
ταῦ
ταύρειος
View word page
ταρφειός
ταρφειός ταρφειός, ά, όν v. ταρφύς.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ταρφειός
Headword (normalized):
ταρφειός
Headword (normalized/stripped):
ταρφειος
IDX:
32163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32200
Key:
tarfeio/s
Data
{'content': 'ταρφειός\n ταρφειός, ά, όν\n v. ταρφύς.', 'key': 'tarfeio/s'}