Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
Ταρταρόω
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφειός
τάρφος
ταρφύς
View word page
τάριχος
τάριχος τάρῑχος (ᾰ), ου, a dead body preserved by embalming, a mummy, Hdt. meat or fish preserved by salting, pickling, or smoking, Hdt.

ShortDef

preserved meat: e.g., mummy, stockfish
preserved, salted, pickled

Debugging

Headword:
τάριχος
Headword (normalized):
τάριχος
Headword (normalized/stripped):
ταριχος
IDX:
32155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32192
Key:
ta/rixos1

Data

{'content': 'τάριχος\n τάρῑχος (ᾰ), ου,\n a dead body preserved by embalming, a mummy, Hdt.\n meat or fish preserved by salting, pickling, or smoking, Hdt.', 'key': 'ta/rixos1'}