Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
Ταρταρόω
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφειός
τάρφος
View word page
ταριχοπώλης
ταριχοπώλης τᾰρῑχο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω a dealer in salt fish, Plut., etc.

ShortDef

a dealer in salt fish

Debugging

Headword:
ταριχοπώλης
Headword (normalized):
ταριχοπώλης
Headword (normalized/stripped):
ταριχοπωλης
IDX:
32154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32191
Key:
tarixopw/lhs

Data

{'content': 'ταριχοπώλης\n τᾰρῑχο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n a dealer in salt fish, Plut., etc.', 'key': 'tarixopw/lhs'}