Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
Ταρταρόω
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφειός
View word page
ταριχοπωλέω
ταριχοπωλέω τᾰρῑχοπωλέω, to sell salt fish, Plat. to be engaged with the embalming of corpses, Luc. from τᾰρῑχοπώλης
ShortDef
to sell salt fish
Debugging
Headword:
ταριχοπωλέω
Headword (normalized):
ταριχοπωλέω
Headword (normalized/stripped):
ταριχοπωλεω
IDX:
32153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32190
Key:
tarixopwle/w
Data
{'content': 'ταριχοπωλέω\n τᾰρῑχοπωλέω,\n to sell salt fish, Plat.\n to be engaged with the embalming of corpses, Luc.\n from τᾰρῑχοπώλης', 'key': 'tarixopwle/w'}