Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
Ταρταρόω
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
View word page
ταριχοπώλιον
ταριχοπώλιον τᾰρῑχοπώλιον, (or -πωλεῖον), ου, τό, the salt-fish market, Theophr.

ShortDef

salt-fish-market

Debugging

Headword:
ταριχοπώλιον
Headword (normalized):
ταριχοπώλιον
Headword (normalized/stripped):
ταριχοπωλιον
IDX:
32152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32189
Key:
tarixopwlei=on

Data

{'content': 'ταριχοπώλιον\n τᾰρῑχοπώλιον, (or -πωλεῖον), ου, τό,\n the salt-fish market, Theophr.', 'key': 'tarixopwlei=on'}