Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
Ταρταρόω
Ταρτήσσιος
View word page
ταρίχιον
ταρίχιον τᾰρίχιον, ου, τό, Dim. of τάριχος, Ar.

ShortDef

a bit of preserved fish, meat

Debugging

Headword:
ταρίχιον
Headword (normalized):
ταρίχιον
Headword (normalized/stripped):
ταριχιον
IDX:
32151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32188
Key:
tari/xion

Data

{'content': 'ταρίχιον\n τᾰρίχιον, ου, τό,\n Dim. of τάριχος, Ar.', 'key': 'tari/xion'}