Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
Τάρταρος
View word page
ταριχευτής
ταριχευτής τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ, from τᾰρῑχεύω an embalmer, of mummies, Hdt.

ShortDef

an embalmer

Debugging

Headword:
ταριχευτής
Headword (normalized):
ταριχευτής
Headword (normalized/stripped):
ταριχευτης
IDX:
32149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32186
Key:
tarixeuth/s

Data

{'content': 'ταριχευτής\n τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ,\n from τᾰρῑχεύω\n an embalmer, of mummies, Hdt.', 'key': 'tarixeuth/s'}