Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
Ταρτάρειος
View word page
ταρίχευσις
ταρίχευσις τᾰρίχευσις, εως, from τᾰρῑχεύω embalming, of mummies, Hdt. pickling, salting, of fish, Hdt.
ShortDef
embalming
Debugging
Headword:
ταρίχευσις
Headword (normalized):
ταρίχευσις
Headword (normalized/stripped):
ταριχευσις
IDX:
32148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32185
Key:
tari/xeusis
Data
{'content': 'ταρίχευσις\n τᾰρίχευσις, εως,\n from τᾰρῑχεύω\n embalming, of mummies, Hdt.\n pickling, salting, of fish, Hdt.', 'key': 'tari/xeusis'}