Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
ταρσός
View word page
ταριχεία
ταριχεία τᾰρῑχεία, Ionic -ηΐη, ἡ, a preserving, pickling: in pl., αἱ Ταριχεῖαι factories for salting fish, Hdt., Strab.
ShortDef
a preserving, pickling
Debugging
Headword:
ταριχεία
Headword (normalized):
ταριχεία
Headword (normalized/stripped):
ταριχεια
IDX:
32147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32184
Key:
tarixei/a
Data
{'content': 'ταριχεία\n τᾰρῑχεία, Ionic -ηΐη, ἡ,\n \n a preserving, pickling: in pl., αἱ Ταριχεῖαι factories for salting fish, Hdt., Strab.', 'key': 'tarixei/a'}