Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
τάριχος2
View word page
ταρβόσυνος
ταρβόσυνος ταρβόσυνος, η, ον affrighted or affrighting, Aesch.
ShortDef
affrighted
Debugging
Headword:
ταρβόσυνος
Headword (normalized):
ταρβόσυνος
Headword (normalized/stripped):
ταρβοσυνος
IDX:
32146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32183
Key:
tarbo/sunos
Data
{'content': 'ταρβόσυνος\n ταρβόσυνος, η, ον\n affrighted or affrighting, Aesch.', 'key': 'tarbo/sunos'}