Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
τάριχος
View word page
ταρβοσύνη
ταρβοσύνη ταρβοσύνη, ἡ, Epic for τάρβος, Od.
ShortDef
fright, alarm, terror
Debugging
Headword:
ταρβοσύνη
Headword (normalized):
ταρβοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ταρβοσυνη
IDX:
32145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32182
Key:
tarbosu/nh
Data
{'content': 'ταρβοσύνη\n ταρβοσύνη, ἡ,\n Epic for τάρβος, Od.', 'key': 'tarbosu/nh'}