Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
View word page
τάρβος
τάρβος .τάρβος, ος, εος, τό, fright, alarm, terror, Il., Trag., etc. awe, reverence, τινός for one, Aesch. an object of alarm, a fear, alarm, Soph., Eur.

ShortDef

fright, alarm, terror

Debugging

Headword:
τάρβος
Headword (normalized):
τάρβος
Headword (normalized/stripped):
ταρβος
IDX:
32144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32181
Key:
ta/rbos

Data

{'content': 'τάρβος\n .τάρβος, ος, εος, τό,\n fright, alarm, terror, Il., Trag., etc.\n awe, reverence, τινός for one, Aesch.\n an object of alarm, a fear, alarm, Soph., Eur.', 'key': 'ta/rbos'}