Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
ταριχοπώλιον
View word page
ταρβαλέος
ταρβαλέος ταρβᾰλέος, η, ον, frighted, fearful, Hhymn., Soph.

ShortDef

frighted, fearful

Debugging

Headword:
ταρβαλέος
Headword (normalized):
ταρβαλέος
Headword (normalized/stripped):
ταρβαλεος
IDX:
32142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32179
Key:
tarbale/os

Data

{'content': 'ταρβαλέος\n ταρβᾰλέος, η, ον,\n frighted, fearful, Hhymn., Soph.', 'key': 'tarbale/os'}