Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάρακτρον
Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρίχιον
View word page
ταραχώδης
ταραχώδης τᾰρᾰχ-ώδης, ες εἶδος troublous, turbulent, Hdt.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, Xen. troubled, disordered, Arist. of an army, Thuc., Xen. adv., ταραχωδῶς ζῆν to live in a state of confusion, Isocr.; τ. ἔχειν πρός τινα to be rebelliously disposed, Dem.; Sup. -έστατα Isocr.

ShortDef

troublous, turbulent

Debugging

Headword:
ταραχώδης
Headword (normalized):
ταραχώδης
Headword (normalized/stripped):
ταραχωδης
IDX:
32141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32178
Key:
taraxw/dhs

Data

{'content': 'ταραχώδης\n τᾰρᾰχ-ώδης, ες\n εἶδος\n troublous, turbulent, Hdt.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, Xen.\n troubled, disordered, Arist.\n of an army, Thuc., Xen.\n adv., ταραχωδῶς ζῆν to live in a state of confusion, Isocr.; τ. ἔχειν πρός τινα to be rebelliously disposed, Dem.; Sup. -έστατα Isocr.', 'key': 'taraxw/dhs'}