Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταριχεία
ταρίχευσις
ταριχευτής
View word page
ταραχή
ταραχή τᾰρᾰχή, ἡ, trouble, disorder, confusion, Pind., Thuc., etc. of an army or fleet, Thuc., etc.; ἐν τῇ ταραχῇ in the confusion, Hdt. political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles, Hdt., Attic; τ. γίγνεται τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Thuc.

ShortDef

trouble, disorder, confusion

Debugging

Headword:
ταραχή
Headword (normalized):
ταραχή
Headword (normalized/stripped):
ταραχη
IDX:
32139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32176
Key:
taraxh/

Data

{'content': 'ταραχή\n τᾰρᾰχή, ἡ,\n trouble, disorder, confusion, Pind., Thuc., etc.\n of an army or fleet, Thuc., etc.; ἐν τῇ ταραχῇ in the confusion, Hdt.\n political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles, Hdt., Attic; τ. γίγνεται τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Thuc.', 'key': 'taraxh/'}