Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τάπης
τάπις
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
View word page
ταραξικάρδιος
ταραξικάρδιος τᾰραξῐ-κάρδιος, ον, καρδία heart-troubling, Ar.
ShortDef
heart-troubling
Debugging
Headword:
ταραξικάρδιος
Headword (normalized):
ταραξικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ταραξικαρδιος
IDX:
32135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32172
Key:
taracika/rdios
Data
{'content': 'ταραξικάρδιος\n τᾰραξῐ-κάρδιος, ον,\n καρδία\n heart-troubling, Ar.', 'key': 'taracika/rdios'}