Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
View word page
Ταραντῖνον
Ταραντῖνον Ταραντῖνον, ου, τό, a fine Tarentine womanʼs garment.
ShortDef
a fine Tarentine woman’s garment
Debugging
Headword:
Ταραντῖνον
Headword (normalized):
ταραντῖνον
Headword (normalized/stripped):
ταραντινον
IDX:
32133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32170
Key:
*taranti=non
Data
{'content': 'Ταραντῖνον\n Ταραντῖνον, ου, τό,\n a fine Tarentine womanʼs garment.', 'key': '*taranti=non'}