Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικνήμιον
View word page
ἀντικατατείνω
ἀντικατατείνω to stretch out or set directly in contrast, τι παρά τι Plat.
ShortDef
to stretch out
Debugging
Headword:
ἀντικατατείνω
Headword (normalized):
ἀντικατατείνω
Headword (normalized/stripped):
αντικατατεινω
IDX:
3216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3217
Key:
a)ntikatatei/nw
Data
{'content': 'ἀντικατατείνω\n to stretch out or set directly in contrast, τι παρά τι Plat.', 'key': 'a)ntikatatei/nw'}