Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
View word page
ταρακτικός
ταρακτικός τᾰρακτικός, ή, όν ταράσσω disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.
ShortDef
disturbing
Debugging
Headword:
ταρακτικός
Headword (normalized):
ταρακτικός
Headword (normalized/stripped):
ταρακτικος
IDX:
32130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32167
Key:
taraktiko/s
Data
{'content': 'ταρακτικός\n τᾰρακτικός, ή, όν\n ταράσσω\n disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.', 'key': 'taraktiko/s'}