ταρακτικός
ταρακτικός
τᾰρακτικός, ή, όν
ταράσσω
disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.
{ "content": "ταρακτικός\n τᾰρακτικός, ή, όν\n ταράσσω\n disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.", "key": "taraktiko/s" }