Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
View word page
ταραγμός
ταραγμός τᾰραγμός, οῦ, ὁ, disturbance, confusion, Aesch., Eur.
ShortDef
disturbance, confusion
Debugging
Headword:
ταραγμός
Headword (normalized):
ταραγμός
Headword (normalized/stripped):
ταραγμος
IDX:
32129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32166
Key:
taragmo/s
Data
{'content': 'ταραγμός\n τᾰραγμός, οῦ, ὁ,\n disturbance, confusion, Aesch., Eur.', 'key': 'taragmo/s'}