Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
τάξος
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
Ταραντινίδιον
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
View word page
τάπης
τάπης .τάπης (ᾰ), ητος, ὁ, a carpet, rug, Lat. tapes, Hom., Ar.

ShortDef

a carpet, rug

Debugging

Headword:
τάπης
Headword (normalized):
τάπης
Headword (normalized/stripped):
ταπης
IDX:
32125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32162
Key:
ta/phs

Data

{'content': 'τάπης\n .τάπης (ᾰ), ητος, ὁ,\n a carpet, rug, Lat. tapes, Hom., Ar.', 'key': 'ta/phs'}