Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίθροος
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
View word page
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταλλάσσομαι Mid., to exchange one thing for another: to give one thing for another, τί τινος Dem.; τι ἀντί or ὑπέρ τινος Oratt. to receive one thing in exchange for another, τι ἀντί τινος Isocr.

ShortDef

to exchange

Debugging

Headword:
ἀντικαταλλάσσομαι
Headword (normalized):
ἀντικαταλλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαταλλασσομαι
IDX:
3215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3216
Key:
a)ntikatalla/ssomai

Data

{'content': 'ἀντικαταλλάσσομαι\n Mid., to exchange one thing for another:\n to give one thing for another, τί τινος Dem.; τι ἀντί or ὑπέρ τινος Oratt.\n to receive one thing in exchange for another, τι ἀντί τινος Isocr.', 'key': 'a)ntikatalla/ssomai'}