Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
τάξος
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
View word page
ταπεινότης
ταπεινότης from τᾰπεινός τᾰπεινότης, ητος, ἡ, lowness of stature, Hdt. of condition, low estate, abasement, Thuc., Isocr. lowness of spirits, dejection, Xen. in moral sense, baseness, vileness, Plat.
ShortDef
lowness
Debugging
Headword:
ταπεινότης
Headword (normalized):
ταπεινότης
Headword (normalized/stripped):
ταπεινοτης
IDX:
32120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32157
Key:
tapeino/ths
Data
{'content': 'ταπεινότης\n from τᾰπεινός\n τᾰπεινότης, ητος, ἡ,\n lowness of stature, Hdt.\n of condition, low estate, abasement, Thuc., Isocr.\n lowness of spirits, dejection, Xen.\n in moral sense, baseness, vileness, Plat.', 'key': 'tapeino/ths'}