Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
τάξος
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
View word page
ταξιόομαι
ταξιόομαι ταξιόομαι, Pass. to engage in battle, Pind.
ShortDef
to engage in battle
Debugging
Headword:
ταξιόομαι
Headword (normalized):
ταξιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ταξιοομαι
IDX:
32116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32153
Key:
tacio/omai
Data
{'content': 'ταξιόομαι\n ταξιόομαι,\n Pass. to engage in battle, Pind.', 'key': 'tacio/omai'}