Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
τάξος
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
View word page
ταξίλοχος
ταξίλοχος ταξί-λοχος, ον, commanding a λόχος or division, Anth.

ShortDef

commanding a λόχος or division

Debugging

Headword:
ταξίλοχος
Headword (normalized):
ταξίλοχος
Headword (normalized/stripped):
ταξιλοχος
IDX:
32115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32152
Key:
taci/loxos

Data

{'content': 'ταξίλοχος\n ταξί-λοχος, ον,\n commanding a λόχος or division, Anth.', 'key': 'taci/loxos'}